συμπερασματικως

συμπερασματικως
    συμπερασματικῶς
    συμ-περασματικῶς
    Arst. = συμπεραντικῶς См. συμπεραντικως

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "συμπερασματικως" в других словарях:

  • συμπερασματικῶς — συμπερασματικός indicating the conclusion adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συμπερασματικός — ή, ό / συμπερασματικός, ή, όν, ΝΜΑ [συμπέρασμα, ατος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε συμπέρασμα νεοελλ. 1. αυτός που διατυπώνεται με τη μορφή συμπεράσματος («συμπερασματικές κρίσεις») 2. φρ. α) «συμπερασματικοί σύνδεσμοι» σύνδεσμοι που… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»